ἔκρινον

ἔκρινον
ἔκρινον
ἔκρῑνον , κρίνω
separate: imperf ind act 3rd pl
ἔκρῑνον , κρίνω
separate: imperf ind act 1st sg

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἔκρινον — ἔκρῑνον , κρίνω separate imperf ind act 3rd pl ἔκρῑνον , κρίνω separate imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελετηρός — ή, ό (Α μελετηρός, ά, όν) [μελέτη] νεοελλ. αυτός που είναι αφοσιωμένος στη μελέτη, στη σπουδή ενός θέματος, αυτός που αγαπά τη μελέτη, φιλομαθής, επιμελής («θα προοδεύσει, γιατί είναι μελετηρός») αρχ. 1. αυτός που ασκείται σε κάτι με προθυμία και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”